Γκρανβίλ

Γκρανβίλ
(Grandville, Νανσί 1803 – Παρίσι 1847).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου λιθογράφου και γελοιογράφου Ζαν Ινιάς Ιζιντόρ Ζεράρ (Jean Ignace Isidore Gerard). Έγινε γνωστός από τη συνεργασία του στο σατιρικό περιοδικό La Caricature και αργότερα στο Chiarivari.Για τον τρόπο που αντιλαμβανόταν και μετέγραφε την πραγματικότητα θεωρείται από ορισμένους κριτικούς ένας από τους πρώτους υπερρεαλιστές. Οι ηθογραφικές σάτιρές του, όπως οι Μεταμορφώσεις της ημέρας όπου μετέτρεπε τους συγχρόνούς του σε ζώα, είναι πραγματικά απολαυστικές. Αξιόλογες είναι και οι εικονογραφήσεις λογοτεχνικών έργων όπως οι Μύθοι του Λαφοντέν, ο Ροβινσόν Κρούσος, Ταξίδια του Γκιούλιβερ,τα έργα του Μπερανζέ κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γκράνβιλ Μπάρκερ, Χάρλεϊ — (Harley Granville Barker, Λονδίνο 1877 – Παρίσι 1946).Άγγλος σκηνοθέτης, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας. Σε ηλικία δεκατριών ετών εμφανίστηκε με έναν θίασο, στον οποίο συμμετείχε και η μητέρα του, αλλά μόνο το 1899 πραγματοποίησε το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • Χάρκουρτ, σερ Ουίλιαμ - Τζορτζ- Γκράνβιλ - Βέρνον — (Harcourt, 1827 – 1904). Άγγλος πολιτικός. Το 1866 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής της Οξφόρδης και μετά από μια διετία διορίστηκε καθηγητής του διεθνούς δικαίου στο πανεπιστήμιο του Καίμπριτς. Το 1873 έγινε γενικός εισαγγελέας και μετά από μια… …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • Ντενί, Μορίς — (Maurice Denis, Γκρανβίλ 1870 – Παρίσι 1943). Γάλλος ζωγράφος και δοκιμιογράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Jullian στο Παρίσι μαζί με τον Πιερ Μπονάρ, τον Εντουάρ Βιγιάρ, τον Πολ Σεριζιέ, τον Φελίξ Βαλοτόν κ.ά. (τους μέλλοντες Ναμπί) και εμφανίστηκε …   Dictionary of Greek

  • Ντομιέ, Ονορέ — (Daumier Honore, 1808 – 1879). Γάλλος λιθογράφος, ζωγράφος και γλύπτης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και όλων των εποχών. Ο πατέρας του, υαλοπώλης με ποιητικές φιλοδοξίες, εγκατέλειψε το 1814 τη Μασσαλία και… …   Dictionary of Greek

  • Ρουσό, Τεοντόρ — (Rousseau, 1812 – 1867). Γάλλος ζωγράφος. Το 1831 και το 1835 έστειλε στο Σαλόν του Παρισιού πίνακές του, που τους είχε φιλοτεχνήσει στα δάση της Κομπιένης στη Νορμανδία και στις όχθες του Σηκουάνα. Τα έργα του εκείνα θεωρήθηκαν υπερβολικά… …   Dictionary of Greek

  • Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος …   Dictionary of Greek

  • Σιέρα Λεόνε — Aπό γεωλογική άποψη η Σιέρα Λεόνε ανήκει στην εκτεταμένη εκείνη περιοχή στις παρυφές της βόρειας Aφρικής που, μολονότι παρέμεινε ουσιαστικά έξω από τις μεγαλειώδεις συρρικνώσεις του Tριτογενούς, υπέστη διαδικασίες ανανέωσης και επηρεάστηκε από… …   Dictionary of Greek

  • Χάρντι, Τόμας — (Hardy, Άπερ Μπόκχαμπτον, Ντόρτσεστερ 1840 – Ντόρτσεστερ 1928). Άγγλος συγγραφέας. Η κλίση του στη λογοτεχνία εκδηλώθηκε αρκετά νωρίς. Στην αρχή έγραψε ποιήματα που συγκεντρώθηκαν σε τόμο μόλις το 1898 (Ποιήματα τοy Ουέσεξ). Από το 1871 άρχισε να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”